ασκαλώνιον

ασκαλώνιον
ἀσκαλώνιον, το (AM)
μσν.
μέτρο για κρασί
αρχ.
είδος κρεμυδιού της Συρίας («ἀσκαλώνιον κρόμυον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. του επιθ. Ασκαλώνιος «αυτός που προέρχεται από την Ασκάλωνα (πρβλ. Ασκάλων). Μέσω του λατ. ascalonia (caepa) *scalōnia «το κρεμύδι ασκαλώνιο» (< θηλ. του επιθ. Ασκαλώνιος) προήλθαν τα παρεμφερούς σημασίας γαλλ. echalote (> νέο άνω γερμ. Schalotte) και το αγγλ. scallion].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκαλώνια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) είδος κρεμμυδιών τής Συρίας, τα ασκαλώνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσκαλώνια, με σίγηση τού αρκτικού α (βλ. και ασκαλώνιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”